- πολυσωμάτους
- πολυσώματοςwith many bodiesmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυσώματος — ον, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, δυνατός, μυώδης («οἱ δ οὖν Αἰγύπτιοι μυθολογοῦσι κατὰ τὴν Ἴσιδος ἡλικίαν γεγονέναι τινὰς πολυσωμάτους», Διόδ.) 2. (για τη φωτιά) αυτός που απαρτίζεται από πολλά σωματίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek